- μονοχρωμάτωρ
- και μονοχρωματιστής, οφυσ. οπτική διάταξη η οποία παρέχει μονοχρωματική ακτινοβολία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monochromator (< μον[ο]*- + χρώμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοχρωματιστής — ο βλ. μονοχρωμάτωρ … Dictionary of Greek